- ξεκλειδώνω
- 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα»)2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι»)3. παραλύω, εξαρθρώνω4. ναυτ. βγάζω τον πίρο κλειδιού και τό αποσυνδέω από τη δεσιά του.
Dictionary of Greek. 2013.